διεξερευνώ

διεξερευνώ
(AM διεξερευνῶ, -άω) [εξερευνώ]
εξετάζω με προσοχή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διεξερευνητής — ο [διεξερευνώ] αυτός που εξετάζει κάτι από κάθε άποψη, σχολαστικός …   Dictionary of Greek

  • διεξερεύνηση — η πλήρης, εξονυχιστική έρευνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < διεξερευνώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1896] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”